αὐτοφωνίᾳ

αὐτοφωνίᾳ
αὐτοφωνίᾱͅ , αὐτοφωνία
direct utterance
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αυτοφωνία — η (Α αὐτοφωνία) νεοελλ. αίσθημα αντήχησης στο αφτί ενός ατόμου της ίδιας του της φωνής (σε περιπτώσεις απόφραξης μιας ευσταχιανής σάλπιγγας ή μέσης ωτίτιδας) αρχ. ο άμεσος λόγος …   Dictionary of Greek

  • Οινόμαος ο Γαδαρηνός — (1ος 2ος αι. μ.Χ.). Κυνικός φιλόσοφος. Έδρασε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού και έγραψε πολλά έργα, ανάμεσα στα οποία σημαντικότερα είναι τα: Περί της Ομήρου φιλοσοφίας, Περί κυνισμού και Περί Κράτητος, Διογένους και των άλλων κυνικών.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”